- πλησιφάεις
- πλησῐ-φάεις [pron. full] [ᾰ], εσσα, εν, = sq., Doroth. ap. Heph.Astr.3.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλησιφάεις — εσσα, εν, Α ολοφώτιστος, πλησιφαής. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος<θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι «γεμίζω» + φάεις (< θ. φαFε τής λ. φῶς, πρβλ. φάε, γ εν. αορ., φαε θων, φαε σί μβροτος)] … Dictionary of Greek
πλησιφαεῖς — πλησιφαής with full light masc/fem acc pl πλησιφαής with full light masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιφάεσσα — πλησιφάεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)